Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΚΡΙΠΟΥ



ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΟΝ ΟΡΧΟΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943, ανήμερα των Γενεθλίων της Παναγίας μας οι Ιταλοί συνθηκολογούν. Μία ομάδα από κατοίκους του Ορχομενού Βοιωτίας πλησιάζουν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λειβαδιάς και ζητούν από την εκεί Ιταλική φρουρά να παραδώσει τον οπλισμό της. Διαφορετικά, τους απειλούν πως θα δεχθούν επίθεση από τους αντάρτες που βρίσκονται στην περιοχή του Τζαμαλιού (Διονύσου).

Οι Ιταλοί αρνούνται να παραδοθούν και ενημερώνουν τους Γερμανούς, οι οποίοι αφού κύκλωσαν και αφόπλισαν τους Ιταλούς έστειλαν εναντίον των Ορχομένιων την άλλη μέρα, 9 του Σεπτέμβρη, απόσπασμα με τεθωρακισμένα. Οι Ορχόμενιοι, που είχαν φθάσει στο μεταξύ στο σταυροδρόμι του Αγίου Ανδρέα, ανέτοιμοι και ανοργάνωτοι καθώς ήταν, σκόρπισαν στη γύρω περιοχή με κατεύθυνση οι περισσότεροι τον απόμερο Διόνυσο. Οι Γερμανοί όμως συνέχισαν την καταδίωξη με σκοπό να επιβάλλουν αντίποινα στον Ορχομενό, όπως ήταν η συνηθισμένη τακτική τους.

Το βράδυ της 9ης Σεπτεμβρίου μπαίνουν οι Γερμανοί στον Ορχομενό και συλλαμβάνουν εξακόσιους ομήρους. Ένα τμήμα μένει στην πόλη, ενώ ένα άλλο με τρία τανκς προχωρεί προς τον Διόνυσο.

Λίγο έξω από τον Ορχομενό είναι χτισμένη η πιο αρχαία Εκκλησία της Βοιωτίας (874 μ.Χ.), αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου - παλιό Μοναστήρι της Σκριπούς.

Είναι ακόμη μεσάνυχτα. Η φάλαγγα έχει προσπεράσει πεντακόσια πενήντα μέτρα τον Ναό, όταν ξαφνικά το πρώτο τανκ ακινητοποιείται στη μέση του δρόμου. Μπροστά τους οι Γερμανοί βλέπουν μια μεγαλόπρεπη γυναίκα με το χέρι υψωμένο σε απαγορευτική στάση. Το δεύτερο τανκ προσπαθεί να προσπεράσει το πρώτο, αλλά πέφτει σε ένα χαντάκι, ενώ το τρίτο τανκ ακινητοποιείται σε ένα χωράφι, μέσα από το οποίο προσπαθούσε να περάσει. Ξημέρωσε η 10η Σεπτεμβρίου. Ο Γερμανός διοικητής Χόφμαν ζήτησε από τους κατοίκους ένα τρακτέρ για να τραβήξει τα τανκς. Τότε συνέβη και κάτι άλλο Θαυμαστό: Τα βαριά αυτά άρματα μετακινήθηκαν από το τρακτέρ σαν άδεια σπιρτόκουτα!

-Θαύμα, Θαύμα! φώναξε ο διοικητής και ζήτησε από τους κατοίκους να πάει στην Εκκλησία. Εκείνοι τον οδήγησαν πράγματι στον Ναό. Ο Γερμανός στη Θεομητορική Εικόνα του τέμπλου αναγνώρισε τη γυναίκα που εμπόδισε τη φάλαγγα να προχωρήσει! Έπεσε αμέσως στα γόνατα και φώναξε με Θαυμασμό: -Αυτή η γυναίκα σας έσωσε! Να την τιμάτε και να τη δοξάζετε.

Ο Ορχομενός σώθηκε. Ο Χόφμαν διατάζει να ελευθερωθούν οι εξακόσιοι μελλοθάνατοι και υπόσχεται πως μέχρι το τέλος του πολέμου η πόλη δεν θα πάθει κανένα κακό. Οι κάτοικοι ευχαριστούν και δοξολογούν την Προστάτιδα Θεοτόκο για την ανέλπιστη σωτηρία τους.

Ο ήλιος γέρνει στη δύση. Τα τανκς φεύγουν με τα πυροβόλα κατεβασμένα, γιατί νικήθηκαν από την Υπέρμαχο Στρατηγό του Ορχομενού.

Για το λόγο αυτό η Παναγία της Σκριπούς, εκτός των άλλων ημερομηνιών, Γιορτάζει και στις 10 Σεπτεμβρίου με Λιτανεία και μεταφορά της Εικόνας, στον τόπο που ακινητοποιήθηκαν τα τανκς. Όσο ζούσε ο Χόφμαν, παρευρισκόταν κι αυτός σχεδόν κάθε χρόνο στις 10 Σεπτεμβρίου, για να ανάψει ένα κερί και να τιμήσει την Παναγία μας. Της αφιέρωσε μάλιστα ένα μεγάλο καντήλι και χρηματοδότησε την πρώτη Εικόνα με την απεικόνιση του Θαύματος.

Από το βιβλίο «Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας»
Ιερά Μονή Παρακλήτου

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Η ΠΡΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ 7


Η ΠΡΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ 11


ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ-ΤΡΑΓΟΥΔΙ


ΜΕΤΡΩ ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΑΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ


Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Η προσευχή ενός μικρού παιδιού ( Άγιος Νεκτάριος)


Ο άγιος Νεκτάριος, όταν ήταν μικρό παιδί, μόλις είχε πατήσει τα δεκατέσσερα. παρακάλεσε τους γονείς του να του επιτρέψουν να πάει στην Κωνσταντινούπολη να εργαστεί και να γραφτεί και στο σχολείο, μια και ήταν τόσο φτωχοί και δεν υπήρχε περίπτωση στην πατρίδα του, την άσημη Σηλυβρία της Θράκης, να μάθει κάτι περισσότερο από τα στοιχειώδη γράμματα.
Πράγματι, ο πατέρας του, βλέποντας τον ζήλο του, δεν του έφερε αντίρρηση. Και νάτος στην παραλία, γεμάτος όνειρα και επιθυμίες, ψάχνει να βρει καράβι να πλεύσει για την Κωνσταντινούπολη. Βλέπει ένα πλοίο να ετοιμάζεται να αποπλεύσει και η καρδιά του σκιρ­τάει από χαρά. Πλησιάζει τον καπετάνιο και τον παρακαλεί να τον πάρει μαζί του. Ο καπετάνιος κατάλαβε ότι είναι φτωχόπαιδο και του απαντά περιπαικτικά: «Κάνε μια βόλτα και μετά έλα να φύγουμε».
Ο Μικρός Αναστάσιος —αυτό ήταν το κοσμικό του όνομα— κατάλαβε ότι τον περιπαίζει, γι’ αυτό δεν απομακρύνθηκε. Άρχισε όμως από μέσα του εντατική προσευχή και παρακαλούσε τον Θεό να τον βοηθήσει να φτάσει στον προορισμό του. Και ο Θεός δεν άργησε να δώσει την απάντηση στη προσευχή του.
Ο καπετάνιος έβαλε μπρος τις μηχανές του καραβιού αλλά αυτές δεν κινούνταν. Μάταια προσπαθούσε να βρει ποιά ήταν η αιτία που δεν άφηνε το καράβι να ξεκινήσει για τον προορισμό του. Εκεί που καταϊδρωμένος προσπαθούσε να βάλει προς τη μηχανή του καραβιού, για να ξεκινήσει, ρίχνει το βλέμμα του στην ακτή και βλέπει τον Αναστάσιο να στέκεται θλιμμένος και να τον κοιτάζει. Αμέσως του λέει: «Έλα μέσα, γιατί χάσαμε πολύτιμο χρόνο· έπρεπε τώρα να είμαστε μακριά». Και το παιδί δεν έχασε καιρό. Αμέσως πήδηξε μέσα στο πλοίο και, ω του θαύματος! Το καράβι ξεκίνησε αμέσως. Δεν άργησε όμως να παρουσιασθεί και άλλο εμπόδιο.
Τρεις ναυτικοί έκαναν έλεγχο στους επιβάτες για να δούνε αν έχουν εισιτήριο. Ο Αναστάσιος ούτε εισιτήριο είχε ούτε χρήματα για να πληρώσει. Πάλι κατέφυγε στο Σωτήρα του και τον παρακάλεσε να τον βγάλει και αυτή τη φορά από το αδιέξοδο. Όταν τον πλησίασαν οι ελεγκτές, τους είπε: «Δυστυχώς χρήματα δεν έχω. Είμαι από φτωχή οικογένεια και πάω στην πόλη να δουλέψω». Οι ναύτες συγκινήθηκαν και δεν του μίλησαν περισσότερο. Έτσι κατόρθωσε με την πίστη του στον Ιησού και με την συνεχή προσευχή του να φθάσει στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέρασε πολλά δεινά ώσπου να βρει δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί σ’ ένα καπνεργοστάσιο.
Δούλευε από τα βαθιά χαράματα μέχρι το βράδυ αργά. Μια μέρα διαπίστωσε ότι το παντελόνι και το πουκάμισό του σχίστηκαν. Τώρα τί να κάνω; αναλογίστηκε. Θα γράψω ένα γράμμα στον Χριστό και θα τον παρακαλέσω να μου στείλει ρούχα και παπούτσια.
 Πράγματι πήρε ένα κομμάτι χαρτί και άρχισε να γράφει: «Χριστέ μου, συ που ξέρεις πόσο σε αγαπώ και πάντα ακούς τις προσευχές μου και μου δίνεις ό,τι Σου ζητήσω, σε παρακαλώ, σε ικετεύω, στείλε μου ρούχα και παπούτσια, γιατί αυτά που έχω σχίστηκαν. Πώς θα πηγαίνω στο Ναό Σου και πώς θα κυκλοφορώ»; Μετά πήρε ένα φάκελο στο οποίο έγραψε: «Προς τον Κύριον Ιησούν Χριστό. Στον Ουρανό».
Όταν βρήκε ευκαιρία ξεκίνησε να το πάει στο ταχυδρομείο. Στο δρόμο συνάντησε τον κυρ Κώστα, γνωστό του έμπορο, που είχε το μαγαζί απέναντι, από το εργοστάσιο, που δούλευε.
—    Πού πας Αναστάσιε ; τον ρώτησε.
—    Πάω στο ταχυδρομείο, απάντησε.
—    Εκεί πάω κι εγώ, δεν μου δίνεις το γράμμα σου να σου το στείλω ;
Ο μικρός αμέσως του έδωσε το γράμμα και τρέχοντας επέστρεψε στη δουλειά του, με τη βεβαιότητα ότι σύντομα θα έχει απάντηση.
Πράγματι, η απάντηση ήλθε νωρίτερα απ’ ό,τι φανταζόταν. Ο κυρ Κώστας πήρε το γράμμα για να το ταχυδρομήσει· από περιέργεια κοίταξε να δει σε ποιόν το στέλνει και έκπληκτος διάβασε το όνομα του παραλήπτη. Γεμάτος περιέργεια το άνοιξε και διάβασε αυτά που έγραφε ο Αναστάσιος. Συγκινήθηκε πολύ κι αμέσως πηγαίνει και του αγοράζει ρούχα και παπούτσια και με ένα υπάλληλο του μαγαζιού του τα στέλνει.
     Όταν ο Αναστάσιος πήρε το δέμα και είδε το περιεχόμενό του, έτρεξε σε μια απόμερη γωνιά του εργοστασίου, εκεί όπου του είχαν επιτρέψει να κοιμάται, γονάτισε, και με δάκρυα ευχαρίστησε τον Χριστό για τα δώρα του. Στη συνέχεια έβαλε τα καινούργια του ρούχα και κατέβηκε στο μαγαζί. Το αφεντικό του άρχισε να τον φωνάζει, να τον μαλώνει και να τον ρωτά που βρήκε τα χρήματα και τα αγόρασε. Και μόλις άκουσε να του λέει ο μικρός ότι «μου τα έστειλε ο Χριστός», θύμωσε πολύ, γιατί νόμιζε πως τον κορόιδευε. Τις φωνές τις άκουσε και ο κυρ Κώστας από απέναντι, ο οποίος έτρεξε στο εργοστάσιο και εξήγησε στον καπνέμπορο τι ακριβώς είχε συμβεί.
Έτσι η εμπιστοσύνη του αγνού αυτού παιδιού στο Χριστό και η προσευχή του έκαναν το θαύμα τους και ήλθε η παρηγοριά και η χαρά στη στερημένη και πονεμένη καρδιά του.

(πηγή: Γ. Μηλίτση, «Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως»)




ΑΡΙΘΜΟΣΚΟΥΛΗΚΑΚΙ

ΠΟΥ ΠΑΣ ΧΕΛΩΝΑΚΙ;